-
1 συν-όρνυμι
συν-όρνυμι (s. ὄρνυμι), = συνορίνω, pass., zugleich aufbrechen, ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις, Aesch. Ag. 418.
-
2 συνόρνυμαι
A start or set forth together, ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις ([tense] aor. 2 part.) A.Ag. 429 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνόρνυμαι
См. также в других словарях:
συνόρνυμαι — Α ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek